- καταφρονώ
- (AM καταφρονῶ, -έω)υποτιμώ, δεν λογαριάζω ως αξία κάποιον, περιφρονώμσν.1. δεν δίνω σημασία, δεν φοβάμαι, αψηφώ, αδιαφορώ2. κατακρίνω, κατηγορώ3. (σχετικά με όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταφρονεμένος, -η, -ονα) ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιοςβ) (για ναό) παραμελημένοςγ) αξιοκατάκριτος, αναξιόπιστοςμσν.-αρχ.συμπεριφέρομαι προσβλητικάαρχ.1. αποδίδω κάτι σε κάποιον ως κατηγορία2. κατευθύνω τις σκέψεις μου σε κάτι, επιζητώ, επιδιώκω κάτι3. συνέρχομαι, αποκτώ τις αισθήσεις μου4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ καταφρονοῡνη καταφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.